καθημεριος

καθημεριος
    καθημέριος
    κᾰθ-ημέριος
    дор. καθᾱμέριος 3
    1) ежедневный, повседневный, т.е. неиссякающий
    

(πολύκαρπος βότρυς Eur.)

    2) нынешний
    

(μοῖρα Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καθημεριος" в других словарях:

  • καθημέριος — καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, ία, ον (Α) 1. καθημερινός 2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] …   Dictionary of Greek

  • καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημέριον — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναῖς — καθημέριος day by day fem dat pl καθημερινός day by day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναί — καθημέριος day by day fem nom/voc pl καθημερινός day by day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῖς — καθημέριος day by day masc/neut dat pl καθημερινός day by day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοί — καθημέριος day by day masc nom/voc pl καθημερινός day by day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῦ — καθημέριος day by day masc/neut gen sg καθημερινός day by day masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινούς — καθημέριος day by day masc acc pl καθημερινός day by day masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»